Η λέξη «φάρος» προέρχεται από τον πύργο που είχε στηθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στη νησίδα Φάρο έξω από το λιμάνι της πόλης. Η ακτή στην περιοχή του Δέλτα του Νείλου είναι πολύ χαμηλή και δεν έχει καταφανή σημεία, ώστε οι ναυτιλλόμενοι, που έρχονται από την ανοικτή θάλασσα, να γνωρίζουν σε ποιο σημείο της ακτής πλησιάζουν. Στην κορυφή του ψηλού πύργου καίγονταν φρύγανα την ημέρα, αφήνοντας πυκνό καπνό και τη νύχτα δυνατή φωτιά. Έτσι τα πλοία έβλεπαν από μακριά τη θέση της Αλεξάνδρειας και κατευθύνονταν με ασφάλεια στην είσοδο του λιμανιού. Ο Φάρος λοιπόν της Αλεξάνδρειας έδωσε το όνομά του σε κάθε παρόμοια κατασκευή μέχρι σήμερα. Ένας φάρος είναι ένας πύργος ή άλλος τύπος κτηρίου που έχει σχεδιαστεί για να εκπέμπει φως από ένα σύστημα λαμπτήρων και φακών και χρησιμεύει ως ναυτιλιακό βοήθημα, για τους ναυτιλλομένους στη θάλασσα ή στις εσωτερικές πλωτές οδούς. Οι φάροι σηματοδοτούν επικίνδυνες ακτές, επικίνδυνα ρηχά, υφάλους, βράχους και ασφαλείς εισόδους σε λιμάνια. Κάποτε χρησιμοποιούνταν ευρέως στην ακτοπλοΐα, σήμερα όμως αντικαθίστανται ως το κύριο ναυτιλιακό βοήθημα από το GPS και άλλα πιο εξελιγμένα και ακριβή ηλεκτρονικά συστήματα πλοήγησης. Σε γεωγραφικές περιοχές όπως το Αιγαίο και το Ιόνιο πέλαγος, οι φάροι ακόμα και σήμερα διατηρούν στο ακέραιο την αξία τους ως ναυτιλιακά βοηθήματα καθώς οι μικρές βάρκες και καΐκια παρά την ανάπτυξη του GPS βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην οπτική παρατήρηση του περιβάλλοντος που κινούνται.
Bathurst, B., The lighthouse Stevensons, Perennial, 2000.
Stevenson, D. A., The world's lighthouses before 1820, Oxford University Press, 1959.
Παπαγεωργίου, Γ., Ελληνικοί πέτρινοι φάροι, Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, 2019.
Παπαδόπουλος, Γ. Φ., Παλαιοί πέτρινοι φάροι και φανοί στις ελληνικές θάλασσες, Ωκεανίδα, 2015.